- χιλιετεῖ
- χῑλιετεῖ , χιλιέτηςlasting a thousand yearsmasc/fem nom/voc/acc dual (attic epic)χῑλιετεῖ , χιλιέτηςlasting a thousand yearsmasc/fem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιλιέτης — και χιλιοέτης και χειλιέτης, ὁ, ἡ, Α 1. χιλιετής (α. «βίος χιλιέτης», Αριστοτ. β. «καὶ ἐν τῇ χιλιέτει πορείᾳ», Πλάτ.) 2. φρ. «χειλιέτης ἀγων» εορτασμός τής χιλιοστής επετείου από την ίδρυση τής Ρώμης επιγρ.. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + έτης (<… … Dictionary of Greek
χιλιετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί χίλια έτη (α. «χιλιετής περίοδος» β. «χιλιετῆ τιμωρίαν», Ιάμβλ. γ. «περιόδῳ χιλιετεῑ», Πλάτ.) αρχ. αυτός που έχει ηλικία χιλίων ετών («περὶ δὲ τῶν χιλιετῶν Ὑπερβορέων τὰ αὐτὰ λέγει», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * +… … Dictionary of Greek